φιννικός

φιννικός
η , ό[ν] финский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φιννικός" в других словарях:

  • φιννικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φίννους 2. φρ. «φιννική γλώσσα» ή, απλώς, «Φιννική» γλωσσ. η μία από τις δύο επίσημες γλώσσες τής Φινλανδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φίννοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Π. Καρολίδη] …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»